φασματοφωτόμετρο

φασματοφωτόμετρο
το, Ν
(φυσ.- τεχνολ.) συσκευή που συνδυάζει φασματόμετρο, χρησιμοποιούμενο ως μονοχρωματιστή, με φωτομετρικό σύστημα, που επιτρέπει τη σύγκριση τής φασματικής ανάλυσης δύο ακτινοβολιών, συσκευή που χρησιμοποιείται κυρίως για τη μελέτη τής απορρόφησης τών διαφόρων ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. spectrophotometre < λατ. spectrum «φάσμα» + photometre «φωτόμετρο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • μικροχημεία — Υπό ετυμολογική έννοια είναι η χημεία των μικροποσοτήτων· στην τρέχουσα όμως εργασία εννοούμε τη μικροανάλυση, δηλ. τον κλάδο της χημείας που ασχολείται με την έρευνα και τη δοσολογία στοιχείων ή ουσιών σε μικρές ποσότητες. Με τις ονομασίες… …   Dictionary of Greek

  • φασματοφωτομετρία — η, Ν [φασματοφωτόμετρο] φυσ. χημ. τεχνική μετρήσεων και σύγκρισης τών φασματικών αναλύσεων δύο ακτινοβολιών με τη βοήθεια τού φασματοφωτομέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. spectrophotometry] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”